- ὑποχάσκειν
- ὑποχάσκωgape a littlepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποχάσκω — Α [χάσκω] 1. χάσκω λίγο 2. αναμένω κάτι με ανησυχία ή φόβο, προαισθάνομαι κάτι («ὑποχάσκειν κακόν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek